Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που φορούσε κόκκινο μαγιό και το φώναζαν Κοκκινοσκουφίτσα. Μια μέρα η μαμά της - που έφτιαχνε την καλύτερη τυρόπιτα στο χωριό - της είπε: "Κοκκινοσκουφίτσα ετοιμάζω τυρόπιτα για τη γιαγιά. Να της την πας σε παρακαλώ κατευθείαν στο σπίτι της. Και να μη μιλάς σε αγνώστους στο δρόμο". "Εντάξει μανούλα" είπε η Κοκκινοσκουφίτσα. Πήρε τη μοσχομυριστή τυρόπιτα μέσα σ' ένα κίτρινο τάπερ και ξεκίνησε για τη γιαγιά.
Στο δρόμο όμως είδε τους φίλους της στην παιδική χαρά και σκέφτηκε: Δε βαριέσαι, ας περάσω από τις κούνιες, δεν πειράζει! Εκεί έκανε τσουλήθρα ο Κακός Λύκος (Κακός στο μικρό, Λύκος στο επίθετο). "Γειά σου" της είπε, "Πως σε λένε;". "Κοκκινοσκουφίτσα" είπε η Κοκκινοσκουφίτσα που ξέχασε αυτά που της είπε η μαμά της. "Χάρηκα πολύ. Κακός. Λύκος Κακός. Πως από δω;" απάντησε αμέσως ο Κακός Λύκος. "Πάω στη γιαγιά μου τυρόπιτα" είπε η Κοκκινοσκουφίτσα. "Ω! σοβαρά; μπορώ να τη δω;" είπε με αληθινή περιέργεια ο Κακός Λύκος. "Βεβαίως!" απάντησε πρόθυμα η Κοκκινοσκουφίτσα και άνοιξε το κίτρινο τάπερ. Η ευωδιά από τα μυρωδικά και το αυθεντικό τυρί φέτα Δωδώνης έφτασε παιχνιδιάρικη στη μύτη του Λύκου. Η επόμενη ερώτηση ήταν πλέον αναμένομενη: "Και που μένει η γιαγιά σου;"
- "Παραμυθίας και Γραβιέρας γωνία" απάντησε με αφέλεια η Κοκκινοσκουφίτσα.
- "Μπάι μπάι τα λέμε!" φώναξε ο Κακός Λύκος καθώς κατευθυνόταν ήδη προς το σπίτι της γιαγιάς. Έφτασε γρήγορα και χτύπησε το κουδούνι. Η γιαγιά απάντησε στο θυροτηλέφωνο: "Ποιός είναι;" ρώτησε για επιβεβαίωση. Περίμενε την Κοκκινοσκουφίτσα. "Εγώ, η Κοκκινοσκουφίτσα!" απάντησε ο Κακός Λύκος κάνοντας τη φωνή του λεπτή. Η γιαγιά τού άνοιξε. Ο Κακός Λύκος μπήκε μέσα στο σπίτι και κλείδωσε τη γιαγιά στην κουζίνα. Βρήκε τα ρούχα της γιαγιάς στη ντουλάπα, τα φόρεσε και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα.
Η Κοκκινοσκουφίτσα κάποια στιγμή βαρέθηκε το παιχνίδι στις κούνιες και θυμήθηκε πως έπρεπε να πάει την τυρόπιτα στη γιαγιά της. Βρήκε την πόρτα ανοιχτή και πήγε στο υπνοδωμάτιο της γιαγιάς. "Γιαγιά σου έφερα τυρόπιτα από τη μαμά μου!" φώναξε μέσα στην καλή χαρά. Ο Κακός Λύκος έβγαλε το κεφάλι έξω από τα σκεπάσματα: "Καλώς την Κοκκινοσκουφίτσα!" είπε με λεπτή φωνή. "Πού είναι η τυρόπιτα;". Η Κοκκινοσκουφίτσα ξαφνιάστηκε. "Εδώ είναι γιαγιά" απάντησε με καχυποψία, "αλλά γιατί γιαγιά σήμερα έχεις τόσο μεγάλη μύτη;"
-"Για να σε μυρίζω καλύτερα!" απάντησε γρήγορα ο Λύκος. "Φέρε τώρα την τυρόπιτα!"
-"Ναι γιαγιά, αλλά γιατί έχεις και τόσο μεγάλα μάτια;"
-"Για να σε βλέπω καλύτερα! Την τυρόπιτα φέρε!"
-"Αλλά γιαγιά και γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;"
-"Για να σε ακούω καλύτερα! Την τυρόπιτα λέμε!"
-"Ναι βρε γιαγιά, αλλά γιατί έχεις και τόσο μεγάλα χέρια;"
-"Για να σε αγκαλιάζω καλύτερα!" είπε αγανακτισμένος ο Κακός Λύκος.
-"Και γιατί έχεις τόσο μεγάλο στόμα;"
-"Για να σου φάω την τυρόπιτα καλύτερα!" είπε ο Λύκος και πήδηξε πάνω στο κίτρινο τάπερ!
Για καλή τύχη της Κοκκινοσκουφίτσας, περνούσε έξω από το σπίτι ένας αστυνομικός. Άκουσε τις φωνές για βοήθεια της Κοκκινοσκουφίτσας και μπήκε στο σπίτι. Βρήκε το Λύκο να έχει καταβροχθίσει την τυρόπιτα. Τον έπιασε και του έβαλε χειροπέδες. Ελευθέρωσε τη γιαγιά και τη ρώτησε αν θέλει να υποβάλει μήνυση. Η γιαγιά λυπήθηκε τον πεινασμένο λύκο και τον συγχώρησε. Ο Λύκος ζήτησε ταπεινά συγγνώμη. Είπε πως δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον μεγάλο πειρασμό της καλύτερης τυρόπιτας του χωριού και πως δεν θα το ξανακάνει ποτέ. Η Κοκκινοσκουφίςττσα συμφώνησε μιας και είχε κάνει και αυτή "κάποια λάθη", όπως δήλωσε.
Η μαμά άνοιξε τυροπιτάδικο κι από τότε ο Κακός Λύκος είναι ο καλύτερός της πελάτης. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Στο δρόμο όμως είδε τους φίλους της στην παιδική χαρά και σκέφτηκε: Δε βαριέσαι, ας περάσω από τις κούνιες, δεν πειράζει! Εκεί έκανε τσουλήθρα ο Κακός Λύκος (Κακός στο μικρό, Λύκος στο επίθετο). "Γειά σου" της είπε, "Πως σε λένε;". "Κοκκινοσκουφίτσα" είπε η Κοκκινοσκουφίτσα που ξέχασε αυτά που της είπε η μαμά της. "Χάρηκα πολύ. Κακός. Λύκος Κακός. Πως από δω;" απάντησε αμέσως ο Κακός Λύκος. "Πάω στη γιαγιά μου τυρόπιτα" είπε η Κοκκινοσκουφίτσα. "Ω! σοβαρά; μπορώ να τη δω;" είπε με αληθινή περιέργεια ο Κακός Λύκος. "Βεβαίως!" απάντησε πρόθυμα η Κοκκινοσκουφίτσα και άνοιξε το κίτρινο τάπερ. Η ευωδιά από τα μυρωδικά και το αυθεντικό τυρί φέτα Δωδώνης έφτασε παιχνιδιάρικη στη μύτη του Λύκου. Η επόμενη ερώτηση ήταν πλέον αναμένομενη: "Και που μένει η γιαγιά σου;"
- "Παραμυθίας και Γραβιέρας γωνία" απάντησε με αφέλεια η Κοκκινοσκουφίτσα.
- "Μπάι μπάι τα λέμε!" φώναξε ο Κακός Λύκος καθώς κατευθυνόταν ήδη προς το σπίτι της γιαγιάς. Έφτασε γρήγορα και χτύπησε το κουδούνι. Η γιαγιά απάντησε στο θυροτηλέφωνο: "Ποιός είναι;" ρώτησε για επιβεβαίωση. Περίμενε την Κοκκινοσκουφίτσα. "Εγώ, η Κοκκινοσκουφίτσα!" απάντησε ο Κακός Λύκος κάνοντας τη φωνή του λεπτή. Η γιαγιά τού άνοιξε. Ο Κακός Λύκος μπήκε μέσα στο σπίτι και κλείδωσε τη γιαγιά στην κουζίνα. Βρήκε τα ρούχα της γιαγιάς στη ντουλάπα, τα φόρεσε και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα.
Η Κοκκινοσκουφίτσα κάποια στιγμή βαρέθηκε το παιχνίδι στις κούνιες και θυμήθηκε πως έπρεπε να πάει την τυρόπιτα στη γιαγιά της. Βρήκε την πόρτα ανοιχτή και πήγε στο υπνοδωμάτιο της γιαγιάς. "Γιαγιά σου έφερα τυρόπιτα από τη μαμά μου!" φώναξε μέσα στην καλή χαρά. Ο Κακός Λύκος έβγαλε το κεφάλι έξω από τα σκεπάσματα: "Καλώς την Κοκκινοσκουφίτσα!" είπε με λεπτή φωνή. "Πού είναι η τυρόπιτα;". Η Κοκκινοσκουφίτσα ξαφνιάστηκε. "Εδώ είναι γιαγιά" απάντησε με καχυποψία, "αλλά γιατί γιαγιά σήμερα έχεις τόσο μεγάλη μύτη;"
-"Για να σε μυρίζω καλύτερα!" απάντησε γρήγορα ο Λύκος. "Φέρε τώρα την τυρόπιτα!"
-"Ναι γιαγιά, αλλά γιατί έχεις και τόσο μεγάλα μάτια;"
-"Για να σε βλέπω καλύτερα! Την τυρόπιτα φέρε!"
-"Αλλά γιαγιά και γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά;"
-"Για να σε ακούω καλύτερα! Την τυρόπιτα λέμε!"
-"Ναι βρε γιαγιά, αλλά γιατί έχεις και τόσο μεγάλα χέρια;"
-"Για να σε αγκαλιάζω καλύτερα!" είπε αγανακτισμένος ο Κακός Λύκος.
-"Και γιατί έχεις τόσο μεγάλο στόμα;"
-"Για να σου φάω την τυρόπιτα καλύτερα!" είπε ο Λύκος και πήδηξε πάνω στο κίτρινο τάπερ!
Για καλή τύχη της Κοκκινοσκουφίτσας, περνούσε έξω από το σπίτι ένας αστυνομικός. Άκουσε τις φωνές για βοήθεια της Κοκκινοσκουφίτσας και μπήκε στο σπίτι. Βρήκε το Λύκο να έχει καταβροχθίσει την τυρόπιτα. Τον έπιασε και του έβαλε χειροπέδες. Ελευθέρωσε τη γιαγιά και τη ρώτησε αν θέλει να υποβάλει μήνυση. Η γιαγιά λυπήθηκε τον πεινασμένο λύκο και τον συγχώρησε. Ο Λύκος ζήτησε ταπεινά συγγνώμη. Είπε πως δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον μεγάλο πειρασμό της καλύτερης τυρόπιτας του χωριού και πως δεν θα το ξανακάνει ποτέ. Η Κοκκινοσκουφίςττσα συμφώνησε μιας και είχε κάνει και αυτή "κάποια λάθη", όπως δήλωσε.
Η μαμά άνοιξε τυροπιτάδικο κι από τότε ο Κακός Λύκος είναι ο καλύτερός της πελάτης. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.