Καλοκαίρι του δυο χιλιάδες κάτι, κι εγώ μόλις έχω πάρει το πρώτο μου αυτοκίνητο. Μια τρίπορτη Άλφα 145. Η ώρα έχει πάει εφτά και ο ιδρώτας με έχει λούσει. Το ωράριο του εργοταξίου είναι σκληρό, έξι μέρες τη βδομάδα δε φεύγω ποτέ πριν τις εφτά, αλλά το μόνο που σκέφτομαι είναι πως σε 28 λεπτά θα βρίσκομαι στην αγαπημένη μου παραλία, που είναι αγαπημένη μου, βασικά επειδή είναι στα πέντε λεπτά από το σπίτι μου.
Ανοίγω τα παράθυρα τέρμα, η Άλφα δεν έχει αιρκοντίσιον, λεπτομέρειες για μεταχειρισμένο του ’95-μόνο 55000 χιλιόμετρα–ευκαιρία, και ξεχύνομαι στην άσφαλτο. Τα πρώτα δύο χιλιόμετρα είναι μέσα στο χωριό αλλά ποτέ δεν έχει κίνηση τέτοια ώρα, μόνο λίγο παρακάτω οι μαλάκες οι βοσκοί πιάνουν όλο το δρόμο με τα πρόβατα. Στα πρώτα μέτρα έχω πιάσει τα 100, τρέχω αλλά προσέχω, δεν είμαι κανένας παλαβιάρης, απλώς μου αρέσει και η ταχύτητα. Η άκρη του ματιού μου πιάνει μια κίνηση μέσα σε μια αυλή, ένα μωρό, όχι πολύ μωρό γιατί περπατάει, μάλλον τρέχει, τρέχει προς την πόρτα, παίζει, αλλά ο μαντρότοιχος είναι ψηλός και η πόρτα κλειστή, που θα πάει, ο πατέρας του, μάλλον ο πατέρας του, τρέχει ξωπίσω του, γιατί τρέχει; - η πόρτα είναι κλειστή – όχι η πόρτα είναι ανοιχτή! , το κοριτσάκι τρέχει, το κοριτσάκι τρέχει προς το δρόμο κι εγώ δεν έχω χρόνο, δεν έχει καν σημασία να φρενάρω, δεν προλαβαίνω, θα το σκοτώσω, θα σκοτώσω ένα μικρό κοριτσάκι που αποφάσισε να τρέξει, βλέπω ήδη τον πατέρα της πάνω στο πτώμα του κοριτσιού του, να κλαίει, να σφαδάζει, η μάνα, οι παππούδες, οι γείτονες, όλοι όσοι ήταν στην αυλή με βρίζουν, με καταριούνται – δε με νοιάζει, κοιτάω το κοριτσάκι – είναι πανέμορφο (πώς να μην είναι;) – λέω: «να την πάμε γρήγορα στο νοσοκομείο», αλλά ο πατέρας δεν μου απαντάει, μόνο την αγκαλιάζει και κλαίει, κλαίει, και στην κηδεία κοιτάζω από μακριά, φοράω μαύρα, πενθώ, δε θέλω να προκαλέσω, θέλω μόνο όταν φύγουν όλοι να πάω να της πω «συγνώμη», να κλάψω στο φρέσκο χώμα, να μείνω πάνω από τον τάφο της μέχρι να πέσει το ηλιοβασίλεμα, και τότε το χέρι του πατέρα αρπάζει τη μικρή μπροστά στην πόρτα, στην ανοιχτή πόρτα, ίσως μάλιστα να την μαλώσει γελώντας «μην τρέχεις έξω μικρή μου, περνούν αυτοκίνητα», αλλά το κοριτσάκι είναι πολύ μικρό για να καταλάβει και συνεχίζει να γελάει, κι εγώ έχω κόψει, πηγαίνω με 10 σαν μαλάκας, αν με δει κανένας από το εργοτάξιο δεν θα ξέρω τι να του πω, θα με δει να πηγαίνω με 10 και να κλαίω, να κλαίω με λυγμούς, γιατί έχω σκοτώσει ένα κοριτσάκι, έτσι νιώθω, έτσι νιώθω από τότε, έχω σκοτώσει ένα αθώο κοριτσάκι, να μη σας τύχει…
3 σχόλια:
μπαμπά μην τρέχεις!!
Αυτό θα πει να σου κόβονται τα πόδια...
ειναι ενα εκπληκτικο κειμενο για διαφημηση του υπουργειου συγκοινωνιων ή της τροχαίας. είναι κριμα να μη τους το στειλεις.μεχρι και το σποτακι στην τηλεοραση φανταζομαι.
Δημοσίευση σχολίου